θωρακωτός
Смотреть что такое "θωρακωτός" в других словарях:
θωρακωτός — ή, ό θωρακισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθωράκωτος — η, ο [θωρακωτός] (για πλοία) αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, βλ. αθωράκιστος … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek